- εκγιγαρτίζω
- ἐκγιγαρτίζω (Α)αφαιρώ τα γίγαρτα, τα κουκούτσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκγιγαρτισθεισῶν — ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part pass fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγιγαρτισθεῖσα — ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγιγαρτισθεῖσαι — ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγιγαρτισθείσης — ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγιγαρτισθείσας — ἐκγιγαρτισθείσᾱς , ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part pass fem acc pl ἐκγιγαρτισθείσᾱς , ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκγιγαρτίσας — ἐκγιγαρτίσᾱς , ἐκγιγαρτίζω take out the stone from aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)